-
1 ἡλικία
A time of life, age, ;γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157
;παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29
; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers. 914: acc. used adverbially, in age,νέος ἡλικίην Hdt.3.134
; , cf. X.Cyn.2.3: so in dat.,ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43
; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡ. from our age, Pl.La. 180d;αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht. 149c
; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡ. Id.2.44; ὅταν.. τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R. 461b; πόρρω τῆς ἡ. to an advanced age, Id.Grg. 484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡ. Ar. Nu. 514; προϊούσης τῆς ἡ, Pl.Phdr. 279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς beyond one's age, Men.Mon. 690: in pl., ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R. 412e, cf. Lg. 625b, al.2 prime of life, manhood,ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42
;αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2
; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡ. ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd. 306d, Tht. 142d, Men. 89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht. 146b;ἡλικίας μετέχειν Th.7.60
; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ men of military age, Id.8.75;ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7
; ;οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50
; ἡ καθεστηκυῖα ἡ. maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 ([place name] Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22;αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R. 461b
; : in pl.,οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194
.II as collective Noun,= οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades,ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808
, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age,τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49
, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡ. Pl.Lg. 959e.III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71;ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι.. πρεσβυτέρους Id.2.53
.IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37.V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd. 271b, D.40.56;τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3
(but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28. -
2 καίνυμι
A overcome, [voice] Act. only in imper. καινύτω, μή σ' ἀπάτη φρένα κ. Emp.23.9:—elsewh. [full] καίνυμαι, surpass, excel, in [tense] impf., c. acc. pers. et inf. modi, ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed mankind in steering, Od.3.282: c. dat. rei,ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο.. εἰδεΐ τε μεγέθει τε Hes.Sc.4
: more freq. in [tense] pf. and [tense] plpf. κέκασμαι, ἐκεκάσμην, [dialect] Dor. κέκαδμαι, excel one in a thing, c. acc. pers. et dat. rei,ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας Il.2.530
; ; : c. inf. pro dat. rei, ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι surpassed them all in knowledge, 2.158;ἐκέκαστο ἰθύνειν A.R.2.867
: c. dat. rei only, δόλοισι κεκασμένε excellent in wiles, Il.4.339; ;μαντοσύνῃ 9.509
, cf. Il.5.54; [ ἀγλαΐῃ]μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι Od.19.82
; : c. gen., τῶν σε.. πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι above all these (as if ἐκ τούτων), Il.24.546.II later, to be adorned, equipped,ἐλέφαντι ὦμον κεκαδμένον Pi.O.1.27
; φρουραῖς κέκασται is well furnished with.., E.El. 616; ;μῦθος ἀληθείῃ κέκασται AP3.18.1
(Inscr. Cyzic.): abs., εὖ κεκας μένον δόρυ a well-armed band, A.Eu. 766. -- Poet. word (Pl.R. 334b is borrowed from Od.19.395; κεκασμένος etym. ofκεστός Corn.ND24
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίνυμι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский