-
1 ὀψέ
Grammatical information: adv.Meaning: `after, after a long time, late (in the evening), too late' (Il.).Compounds: Often ὀψι- as 1. member (after ἀγχι-, ἠρι- a.o.), e.g. ὀψί-γονος `late-born, younger' (Il., Hdt., Arist.); also ὀψ-, e.g. ὀψ-αρό-της m. `who ploughs late' (Hes. Op. 490); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 111 f. As 2. member in ἀπ-οψέ (A. D.), κατ-οψέ (Alex. Trall.) `late (at night)', cf. κατ-όπιν, ἀπο-πρό a.o.Derivatives: 1. ὀψι-αίτερος, - αίτατος (Att.; after παλαίτερος a.o.). 2. ὄψ-ιος `late' (Pi., Arist.) with ὀψιό-της f. (Thphr.), like πρώϊ-ος; - ιμος `id.' (X., hell.), like πρώϊ-μος (through reinterpretation of ὄψιμος `visible' [Β 325]?; s. Arbenz 22 f.); - ινός `id.' (Empire; after ἑωθι-νός a.o.; Chantraine Form. 200 f., Wackernagel Unt. 105 n. 1). 3. ὀψ-ίχα ὀψέ. Βυζάντιοι H. (diminutive like ὁσσ-ίχος a. o.). 4. ὀψ-ία f. `evening' (IA.). 5. ὀψ-ίζω `to be late, to retard' (Lys., X.) with - ισμός m. `delay' (D. H.). On ὀψ-έ with oxytonized -έ there is no agreement. Nearest comes τῆλ-ε (s. v.); cf. - δε, - θε, - σε, - τε (Schwyzer 631).Etymology: To ὄψ-ι agrees ὕψ-ι `in high'. Unenlarged *ὄψ like ἄψ (s.v. w. lit.); identical with Lat. ops- beside op, ob `up(on) -- towards, at -- towards' in o(b)s-tendō a.o. Withou -ς in ὄπισθεν, ὀπίσ(σ)ω, ὀπώρα; s. vv. w. further lit.Page in Frisk: 2,458-459Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀψέ
См. также в других словарях:
κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… … Dictionary of Greek
μικιχίζομαι — και λακωνικός τ. μικκιχίδδομαι (Α) (στη Σπάρτη) (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) «μικιχιζόμενος» αγόρι που βρίσκεται στο τρίτο έτος τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *μίκκιχος (< μικκός + επίθημα ίχος, πρβλ. οσσ ίχος)] … Dictionary of Greek
οψίχα — ὀψίχα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα ιχος, πρβλ. οσσ ίχος)] … Dictionary of Greek
τοσσίχος — η, ον και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. τεσσίχου και τεσσίχον Α τόσο μικρός, τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + υποκορ. επίθημα ίχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] … Dictionary of Greek
ψαρίχοι — και ψαρίγχοι Α (κατά τον Ησύχ.) «ψᾱροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρ* + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] … Dictionary of Greek