Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁσσ-ίχος

См. также в других словарях:

  • κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… …   Dictionary of Greek

  • μικιχίζομαι — και λακωνικός τ. μικκιχίδδομαι (Α) (στη Σπάρτη) (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) «μικιχιζόμενος» αγόρι που βρίσκεται στο τρίτο έτος τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *μίκκιχος (< μικκός + επίθημα ίχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • οψίχα — ὀψίχα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα ιχος, πρβλ. οσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • τοσσίχος — η, ον και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. τεσσίχου και τεσσίχον Α τόσο μικρός, τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + υποκορ. επίθημα ίχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • ψαρίχοι — και ψαρίγχοι Α (κατά τον Ησύχ.) «ψᾱροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρ* + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»