Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁρμάστειρα

См. также в других словарях:

  • ορμάστειρα — ὁρμάστειρα και ὁρμήτειρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτή που παρακινεί για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμάστειρα θα πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ὁρμήτειρα (< ὁρμαίνω + επίθημα τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • ὁρμάστειρα — one who urges on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμήτειρα — ὁρμήτειρα, ἡ (Α) βλ. ορμάστειρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»