Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁρκίοις

См. также в других словарях:

  • Ὁρκίοις — Ὅρκιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίοις — ὅρκιον oath neut dat pl ὅρκιος belonging to an oath masc/neut dat pl ὅρκιος belonging to an oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠρκίοις — ὁρκίοις , ὅρκιον oath neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μώλαξ — μώλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος οἴνου οἱ δὲ τὸ ἐν τοῑς ὁρκίοις σπενδόμενον, ἀπὸ τοῡ μώλου, ὥς τινες Λυδοὶ τὸν οἶνον» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»