-
1 Ορκίοις
-
2 Ὁρκίοις
-
3 ορκίοις
ὅρκιονoath: neut dat plὅρκιοςbelonging to an oath: masc /neut dat plὅρκιοςbelonging to an oath: masc /fem /neut dat pl -
4 ὁρκίοις
ὅρκιονoath: neut dat plὅρκιοςbelonging to an oath: masc /neut dat plὅρκιοςbelonging to an oath: masc /fem /neut dat pl -
5 χωρκίοις
ὁρκίοις, ὅρκιονoath: neut dat plὁρκίοις, ὅρκιοςbelonging to an oath: masc /neut dat plὁρκίοις, ὅρκιοςbelonging to an oath: masc /fem /neut dat pl -
6 χὠρκίοις
ὁρκίοις, ὅρκιονoath: neut dat plὁρκίοις, ὅρκιοςbelonging to an oath: masc /neut dat plὁρκίοις, ὅρκιοςbelonging to an oath: masc /fem /neut dat pl -
7 ἐν-δέω
ἐν-δέω (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσϑαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῠ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς σῶμα Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεϑῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον ὕδωρ Archimel. 1 ( App. 15); πλίνϑους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.
-
8 ενδεω
I(fut. ἐνδήσω)1) привязывать, прикреплять, (неподвижно) укреплять(κάλους ἐν τῇ σχεδίῃ Hom.; τὰς τῆς ψυχῆς περιόδους εἰς τὸ σῶμα Plat.; med.: κέραμον Arph.; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον Diod.)
ἐ. τι εἰς τὸν νόμον Plat. — сделать что-л. составной частью законодательства;ἄστρα ἐνδεδεμένα или ἀστέρες ἐνδεδεμένοι Arst. и τὰ κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐνδεδεμένα σώματα Plut. — неподвижные звезды2) связывать(τινα Arph., med. τινα δεσμῷ Theocr.; перен. ὁρκίοις Her., med. ὅρκοις τινά Eur.)
ἀναγκαίῃ ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Her. — заставлять кого-л. сделать что-л.;εἰς τέν πίστιν ἐνδεδεμένος Polyb. — связанный клятвой верности;ἐνδεδεμένος τῇ χάριτ΄ Polyb. — обязанный благодарностью, признательный;εἰς πολλὰ τῶν συναλλαγμάτων ἐνδεδεμένος Polyb. — связанный многими обязательствами:ἐνδεδέσθαι μανίαις Anth. — быть одержимым безумием3) запирать(τινα μοχλοῖσιν Arph.)
4) впутывать, ввергать(τινα ἄτῃ Hom., Soph.)
II(fut. ἐνδεήσω)1) не иметь, ощущать недостаток, быть лишенным(τινος Eur., Plat., med. Xen., Plat., Plut.)
τίνος ἐνδέομαι μέ οὐ χωρεῖν ὀλέθρου διὰ παντός ; Eur. — чего (еще) нехватает мне до окончательной гибели?2) преимущ. impers. недоставать, нехватать(τινος Plat. и τινι Luc.; ποιέειν οὕτω, ὅκως ἐνδεήσει μηδέν Her.)
πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε σῖτον ἑκάστῳ γενέσθαι Xen. — хлеба у него хватало далеко не для каждого3) med. нуждаться, бедствовать(μετὰ τέκνων καὴ γυναικός Plut.)
-
9 καταλαμβανω
(fut. καταλήψομαι - ион. καταλάμψομαι, aor. 2 κατέλαβον, pf. κατείληφα - ион. καταλελάβηκα; pass.: aor. κατελήφθην - ион. κατελάμφθην, pf. κατείλημμαι)1) схватывать, охватывать(νῶτά τινος Hom. - in tmesi)
2) захватывать(τέν ἀκρόπολιν Thuc.; τὰ χρήματά τινος Arph.; Πειραιεὺς κατειλημμένος Isocr.)
3) тж. med. занимать(στρατόπεδον Thuc.; ἕδρας Arph.; πόλιν Polyb.; θέαν Luc.; πάντα φυλακαῖς Plut.)
4) хватать, ловить(φεύγοντας Her.; ὅ καταληφθείς θανάτῳ δίδοται Plat.)
κατελήφθη πωλῶν τὰ σά Eur. — он был пойман, когда продавал твои вещи5) зажимать, затыкать(τὰ ὦτα ταῖς χερσί Plut.)
6) сдерживать, задерживать, (при)останавливатьἴσχε καὴ καταλάμβανε σεωυτόν Her. — смиряй и сдерживай себя;κ. τὸ πῦρ Her. — потушить огонь7) прекращать, улаживать(τὰς διαφοράς Her.)
8) унимать, примирять(τοὺς ἐρίζοντας Her.)
9) укреплять, закреплять(φρουραῖς, sc. τὰς πόλεις Plut.; τὰ μὲν νόμοις κατειλημμένα, τὰ δὲ ἔθεσιν Arst.)
ἐκ παλαιοῦ κατειλημμένος Arst. — издревле укоренившийся10) обязывать, связывать(πίστι Her.; ὁρκίοις Her. и ὅρκοις τινὰ ποιεῖν τι Plut.)
τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα Plat. — предписываемое законами под страхом наказаний;εὗρε (τὰς σπονδάς) κατειλημμένας Thuc. — он нашел соглашение о перемирии утвержденным11) реже med. постигать (умом), воспринимать, усваивать(τι διὰ τῆς αἰσθήσεως Plat.; θείῳ ὄμματι τὰ θεῖα Arst.; δικαιοσύνην NT.)
12) заставать, застигать, находить(τοὺς φύλακας ἀμφὴ πῦρ καθημένους Xen.; ἀνεῳγμένην τέν θύραν Plat.; γυνέ ἐπὴ μοιχείᾳ κατειλημμένη NT.)
καταλαβεῖν τινα ἔνδον Plat. — застать кого-л. дома;κατέλαβε ὃν ἐβούλετο Arst. — он встретил, кого хотел13) постигать, поражать(νοῦσος, ἥ μιν κατέλαβε Her.)
εἴ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι Plat. — если кого-л. постигнет несчастье14) доходить, достигатьκαταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι Her. — я доведен до того, что должен открыть вам это15) тж. med. замечать, обнаруживатьαὐτὸς ἑαυτὸν οὐ κατείληφε γεγονὼς σοφός Plut. — он незаметно для себя стал мудрецом16) med. брать на себя, принимать(τὰ πρήγματα Her.)
τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι Her. — то, чего другие не касались, о том я (и) упомяну17) происходить, приключаться, случатьсяτὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε Her. — с отцом (Деифона) случилось следующее;
εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βωθέειν Her. — если у вас случится так, что вы не сможете прийти на помощь;ἢν πόλεμος καταλαβῇ Thuc. — если возникнет война;πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. — прежде, чем с нами произойдет нечто непоправимое;Στησαγόρεα κατέλαβε ἀποθανεῖν ἄπαιδα Her. — вышло так, что Стесагор умер бездетным;τὰ καταλαβόντα Her. — происшествия, события, τῆς νυκτὸς καταλαβούσης Diod. с наступлением ночи -
10 καταδέω
A bind on or to, bind fast, πρυμνήσια, ἱστόν, Il.1.436 (tm.), Od.2.425 (tm.);ἵππους μὲν κατέδησαν.. ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il.10.567
;ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν 8.434
;ἐμὲ μὲν κατέδησαν.. ἐνὶ νηΐ Od.14.345
;κ. λάρνακας Hdt.3.123
:—[voice] Pass.,καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.122
; (lyr.) (soμανίη καταδεῖ τινα Hermesian.7.85
);καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Pl. Phd. 83d
;γλῶττα -δεδεμένη Arist.HA 492b32
:—[voice] Med., bind to oneself,ἀγχόνιον βρόχον κατεδήσατο E.Hel. 687
(lyr.);σπόγγους περὶ τὰ ὦτα Arist.Pr. 960b15
: metaph., ἀριθμῷ καταδήσασθαι tie up for oneself in lots, D.H.Rh.11.3;καταδησαμένη τινὰ ὁρκίοις Parth.12.3
.b κ. τι ἀπό or ἔκ τινος, metaph., establish securely, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν ὠφέλειαν ἀπὸ [ τοῦ συλλογισμοῦ] Procl.in Alc.p.252 C., cf. Simp. in de An.15.34.3 put in bonds, imprison, Hdt.3.143, Th.8.15, Pl.Ti. 70e, etc.; κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.5.72.III bind by spells, enchant (with [tense] fut.- δήσομαι Theoc.2.3
), Din.Fr.6.7 ([voice] Pass.), SIG1175.2 (iv/iii B.C.), etc.;κ. τὸ ἐργαστήριόν τινος Tab.Defix.71.2
(iii B.C.);κ. τινὰ γλῶτταν καὶ ψυχὴν καὶ λόγον Tab.Defix.Aud.49.1
(iv/iii B. C.); γοητεῦσαι καὶ κ., of Cleopatra, D.C.50.5:—[voice] Pass., Tab.Defix.107a2, Clearch.38, Plu.2.378f; cf. καταδηνύω, καταδίδημι.------------------------------------καταδέω (B),A lack, need, c. gen., esp. of numbers, ἡ [ ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς]μὴ εἶναι πεντακοσίων Hdt.2.7
;πυραμίδα.. εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων
wanting20
feet of 3 plethra, ib. 134;ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος.. καταδέουσαι Id.9.30
, cf. 70; [ τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέω
-
11 λάξ
λάξ, Adv.A with the foot,λ. ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il. 6.65
, cf. 16.503;λ. προσβάς 5.620
, 16.863;λ. ποδὶ κινήσας 10.158
, Od.15.45;λ. ἔνθορεν 17.233
;λ. δ' ἐφ' ὁρκίοις ἔβη Archil.Supp.2.13
; so laterβοῦς μοι ἐπὶ γλώσσης κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνων Thgn.815
;λ. ἐπίβα δήμῳ Id.847
; λ. πατεῖσθαι (cf. λάγδην ) to be trodden under foot, A.Eu. 110, Ch. 644 (lyr.);ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτίσαι Id.Eu. 542
(lyr.);λ. ἐπορούσας πλῆξε A.R.2.106
;παίει τε λ. πύξ Philem.1.6
D.: also in late Prose, Luc.Asin.31, al.:—for the form cf. γνύξ, πύξ, ὀδάξ. -
12 ἐμμένω
A , etc.: [tense] pf.ἐμμεμένηκα Th.1.5
:— abide in a place,πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν E.Fr.362.12
; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.Ec. 1120;ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.2.23
, cf. X.An.4.7.17, Epist.Phil. ap. D.12.22: abs., Th.8.31.2 abide by, stand by, cleave to, be true to, c. dat.,τοῖς ὁρκίοις Hdt.9.106
; , etc.;τῷ κηρύγματι S.OT 351
; ;ἐ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς Th.5.18
, cf. Isoc.7.81;τοῖς νόμοις X.Mem.4.4.16
;τῷ τιμήματι Pl.Ap. 39b
;τῇ δμολογίᾳ Id.Tht. 145c
, etc.; ἐ. τοῖς Καρχηδονίοις remain constant to them, App.Hisp.24; ἐ. ἐν ταῖς σπονδαῖς τὸν ἐνιαυτόν Indut. ap. Th.4.118;ἐν τῇ τάξει Pl.Lg. 844c
;ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Isoc.9.89
: abs., stand fast be faithful, E.Ph. 1241, PTeb.382.22 (i B.C.).3 of things, remain fixed, stand fast, hold good, ; μάλα μοι τοῦτ' ἐμμένοι may it remain fixed in my mind, A. Pr. 534 (lyr.); εἴ σφι ἔτι ἐμμένει [ἡ φιλίη] Hdt.7.151; ;ἐ. ὁ νόμος Pl.Lg. 839c
;ἐὰν.. [ὁ λόγος] ἐμμένῃ Id.Phdr. 258b
; τὸ σιδηροφορεῖσθαι τοῖς ἠπειρώταις ἐμμεμένηκεν continued as a custom, Th.1.5.
См. также в других словарях:
Ὁρκίοις — Ὅρκιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκίοις — ὅρκιον oath neut dat pl ὅρκιος belonging to an oath masc/neut dat pl ὅρκιος belonging to an oath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὠρκίοις — ὁρκίοις , ὅρκιον oath neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μώλαξ — μώλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος οἴνου οἱ δὲ τὸ ἐν τοῑς ὁρκίοις σπενδόμενον, ἀπὸ τοῡ μώλου, ὥς τινες Λυδοὶ τὸν οἶνον» … Dictionary of Greek