-
1 ὁριστικός
-
2 ὁριστικός
ὁριστικός, zum Begrenzen, Begriffsbestimmen gehörig -
3 καθ-οριστικός
καθ-οριστικός, ή, όν, begränzend, bestimmend, Clem. Al.
-
4 δι-οριστικός
δι-οριστικός, ή, όν, abgränzend, unterscheidend, τοῠ τε ἀληϑοῦς καὶ τοῠ ψευδοῠς Sext. Emp. adv. math. 7, 64.
-
5 ἀφ-οριστικός
ἀφ-οριστικός, zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.
-
6 ἀ-οριστικός
ἀ-οριστικός, von unbestimmter Art; aoristisch, Gramm.
-
7 ἐξ-οριστικός
ἐξ-οριστικός, ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.
-
8 ἀοριστικός
ἀ-οριστικός, von unbestimmter Art; aoristisch, Gramm -
9 ἀφοριστικός
ἀφ-οριστικός, zum Begrenzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch -
10 διοριστικός
δι-οριστικός, ή, όν, abgrenzend, unterscheidend -
11 ἐξοριστικός
ἐξ-οριστικός, ή, όν, verbannend, entfernend -
12 καθοριστικός
καθ-οριστικός, ή, όν, begränzend, bestimmend
См. также в других словарях:
ὁριστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁριστικά — ὁριστικός of neut nom/voc/acc pl ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc/acc dual ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικώτερον — ὁριστικός of adverbial comp ὁριστικός of masc acc comp sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικῶν — ὁριστικός of fem gen pl ὁριστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικόν — ὁριστικός of masc acc sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικαῖς — ὁριστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικαί — ὁριστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικοῖς — ὁριστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικοί — ὁριστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)