Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁριστικός

См. также в других словарях:

  • ὁριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 …   Dictionary of Greek

  • οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁριστικά — ὁριστικός of neut nom/voc/acc pl ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc/acc dual ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικώτερον — ὁριστικός of adverbial comp ὁριστικός of masc acc comp sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικῶν — ὁριστικός of fem gen pl ὁριστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικόν — ὁριστικός of masc acc sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικαῖς — ὁριστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικαί — ὁριστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικοῖς — ὁριστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστικοί — ὁριστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»