-
1 οριστικός
-
2 ὁριστικός
-
3 ὁριστικός
A of or for defining, ,al. ;δύναμις Plu.2.1026d
;διδασκαλία Gal.1.307
: -κή, ἡ, art of definition, Ammon. in APr.7.32, Elias in Porph.3.28. Adv.- κῶς
by definition,Hermog.
Stat.3, Syrian.in Metaph.12.12 : [comp] Comp.-κώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463
.2 giving definite form to, c. gen., Olymp. in Mete.275.22.II ἡ ὁριστική (sc. ἔγκλισις), indicative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.14 ; - κὰ ῥήματα indicative verbs, Id.Adv.124.9 ; - κὴ προφορά ib.123.12. Adv.- κῶς
in the indicative mood,Phryn.
337, Sch.E.Hec.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁριστικός
-
4 οριστικός
definiteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οριστικός
-
5 οριστικά
ὁριστικόςof: neut nom /voc /acc plὁριστικά̱, ὁριστικόςof: fem nom /voc /acc dualὁριστικά̱, ὁριστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ὁριστικά
ὁριστικόςof: neut nom /voc /acc plὁριστικά̱, ὁριστικόςof: fem nom /voc /acc dualὁριστικά̱, ὁριστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 οριστικώτερον
ὁριστικόςof: adverbial compὁριστικόςof: masc acc comp sgὁριστικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ὁριστικώτερον
ὁριστικόςof: adverbial compὁριστικόςof: masc acc comp sgὁριστικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
9 οριστικών
-
10 ὁριστικῶν
-
11 οριστικόν
-
12 ὁριστικόν
-
13 οριστική
-
14 ὁριστικῇ
-
15 οριστικής
-
16 ὁριστικῆς
-
17 οριστικαίς
-
18 ὁριστικαῖς
-
19 οριστικαί
-
20 ὁριστικαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁριστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
οριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ορισμένος, αμετάβλητος, τελειωτικός: Οριστική απόφαση. 2. αυτός που καθορίζει, που ξεχωρίζει: Οριστική αντωνυμία. 3. ως ουσ., οριστική, η πρώτη από τις εγκλίσεις ρήματος που δηλώνει κάτι το πραγματικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁριστικά — ὁριστικός of neut nom/voc/acc pl ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc/acc dual ὁριστικά̱ , ὁριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικώτερον — ὁριστικός of adverbial comp ὁριστικός of masc acc comp sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικῶν — ὁριστικός of fem gen pl ὁριστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικόν — ὁριστικός of masc acc sg ὁριστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικαῖς — ὁριστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικαί — ὁριστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικοῖς — ὁριστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριστικοί — ὁριστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)