-
1 ορισμος
ὅ1) разграничение, размежевание(ὁ. ἀκριβής Arst.)
2) определениеὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. — определение сущности
3) условие, обязательство, договор(ὁ. καὴ συνθήκη Plut.)
-
2 ορισμός
ο1) определение; дефиниция (книжн.); 2) определение, установление, назначение; 3) распоряжение; приказание; веление (высок.);δεν υπακούω στούς ορισμούς κάποιου — не повиноваться кому-л.;
4) термин;§ στούς ορισμούς σας — я в вашем распоряжении, я к вашим услугам, что прика жете
-
3 ορισμός
[оризмос] ουσ α определение, назначение, приказание, повеление. -
4 αφορισμος
-
5 γνωρισμος
-
6 διορισμος
ὅ1) разграничение, разделение Arst.2) разграничение, различение Plat., Arst., Plut.3) установление, определение Plat., Arst., Diog.L., Plut. -
7 εξορισμος
-
8 επιστημονικος
-
9 θεσις
- εως ἥ [τίθημι]1) опущение, постановка (ноги)ὑποβάλλειν τοὺς δακτύλους ὑπὸ τῇ ἄρσει καὴ θέσει Luc. — поднимать и опускать пальцы ( при игре на флейте)2) укладка(πλίνθων καὴ λίθων Plat.)
3) расстановка, размещение, распределение(ἐπέων Pind.; λεγομένων καὴ γραφομένων Plat.; τῶν μερῶν Arst.)
4) установление, введение, учреждение(τελῶν Plat.; ἀγώνων Diod.)
θ. νόμων Plat., Arst.; — законодательная деятельность, законодательство;θ. τοῦ ὀνόματος Plat. — наречение (по) имени, именование5) снимание, снятие(θ. καὴ ἀναίρεσις ὅπλων Plat.)
6) юр. внесение (в виде) залога(ἵππου Lys.)
ἵν΄ αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ Arph. — (Солон установил), чтобы залоги вносились (только) в первый день новолуния;ὅσουπερ ἥ θ. ἦν Dem. — в размере (денежного) залога7) (место)положение, расположение(τῶν τόπων Arst.; τῆς Ἀβύδου καὴ Σηστοῦ Polyb.)
ἥ θ. τῆς πόλεως ἐπὴ τῇ Θράκῃ Thuc. — положение города по отношению к Фракии;κατὰ τέν θέσιν τέν πρὸς ἡμᾶς Arst. — по (пространственному) отношению к намὁ κατὰ θέσιν πατήρ Polyb. — приемный отец
9) филос. положение, утверждение, тезис(διαλέγεσθαι πρὸς θέσιν τινά Arst.)
ὅ ὁρισμὸς θ. μέν ἐστι, ὑπόθεσις δ΄ οὐκ ἔστι Arst. — определение является положением, но не предположением;θέσιν κινεῖν Plut. — опровергать (чьё-л.) положение10) филос. (человеческое) установление, условиеφύσει, οὐ θέσει Plat. — объективно, а не (только) субъективно (досл. по природе, а не по (взаимному) соглашению)
11) грам. «позиция», «слоговая» долгота по положению(μακρὰ συλλαβέ γίνεται δίχως, φύσει τε καὴ θέσει Sext.)
12) стих. тесис, «опущение» (название сильной, ударной части стопы; обычно соотв. лат. arsis, как ἄρσις - лат. thesis) -
10 συνθετικός
η, ό[ν]1) составной, составляющий; 2) (в разн. знач) синтетический;συνθετική μέθοδος — синтетический метод;
συνθετικός νοός — синтетический ум;
συνθετικές γλώσσες — синтетические языки;
συνθετικόν προϊόν — синтетический продукт;
συνθετική γεωμετρία — проективная геометрия;
3) сложный;συνθετικός ορισμός — сложное определение
См. также в других словарях:
ὁρισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορισμός — ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω] (φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
ορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ορίζω, προσδιορισμός, καθορισμός: Ορισμός αντικλήτου, αντιπροσώπου. 2. (λογ.), διατύπωση των ουσιαστικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας: Η διερεύνηση του βάθους των εννοιών μάς δίνει τους καλούς ορισμούς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
ὁρισμοῖν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῖς — ὁρισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοί — ὁρισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῦ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμούς — ὁρισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)