-
1 οπωσδη
1) каким же это образом, как именно(ἔσπετε, ὁ. πῦρ ἔμπεσε νηυσίν Hom.)
2) каким-л. образом, так или иначеεἴτε πέπεισαι, εἴτε ὁ. ἔχεις ; Plat. — убедился ли ты, или как-л. иначе получилось у тебя?
-
2 οπωσδηποτε
-
3 οπωσουν
adv. каким-то образом, так или иначеσκοπεῖσθαι, εἴτε διδακτόν ἐστιν, εἴτ ὁ. Plat. — рассмотреть, можно ли научить (добродетели), или дело обстоит иначе;
οὐδ΄ ὁ. Thuc., Isocr. — никоим образом, никак, нисколько -
4 οπωσπερ
ион. ὅκωσπερ adv. тж. раздельно точно так, таким именно образом(ὅ. ἰχθύες νεοάλωτοι Her.)
ὅ. καὴ σὺ φής Soph. — именно так, как ты говоришь -
5 οπωστιουν
adv. каким бы образом ниὅστις καὴ ὁ. δύσνους Λυσίᾳ Plat. — кто бы он ни был и как бы враждебно ни относился к Лисию;
-
6 ουδοπωστιουν
adv., тж. οὐδ΄ ὁπωστιοῦν ничуть, нисколькоοὐ. ἄν σοι ἑκὼν εἶναι πείσεται Plat. — он и не подумает последовать тебе
См. также в других словарях:
οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek
οποτεούν — ὁποτεοῡν (Α) επίρρ. σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, οποτεδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek
οπουδήποτε — (Α ὁπουδήποτε) επίρρ. σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε μέρος ή σημείο, όπου και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οπωσ δήποτε)] … Dictionary of Greek
οσακισούν — ὁσακισοῡν (Α) επίρρ. όσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek