-
1 οπωστιουν
adv. каким бы образом ниὅστις καὴ ὁ. δύσνους Λυσίᾳ Plat. — кто бы он ни был и как бы враждебно ни относился к Лисию;
-
2 ουδοπωστιουν
adv., тж. οὐδ΄ ὁπωστιοῦν ничуть, нисколькоοὐ. ἄν σοι ἑκὼν εἶναι πείσεται Plat. — он и не подумает последовать тебе
-
3 οπωσουν
adv. каким-то образом, так или иначеσκοπεῖσθαι, εἴτε διδακτόν ἐστιν, εἴτ ὁ. Plat. — рассмотреть, можно ли научить (добродетели), или дело обстоит иначе;
οὐδ΄ ὁ. Thuc., Isocr. — никоим образом, никак, нисколько
См. также в других словарях:
οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek
οποτεούν — ὁποτεοῡν (Α) επίρρ. σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, οποτεδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek
οσακισούν — ὁσακισοῡν (Α) επίρρ. όσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek