Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὁπλότερος

См. также в других словарях:

  • οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… …   Dictionary of Greek

  • ὁπλότερος — the younger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέρω — ὁπλότερος the younger masc/neut nom/voc/acc dual ὁπλότερος the younger masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέρων — ὁπλότερος the younger fem gen pl ὁπλότερος the younger masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλότερον — ὁπλότερος the younger masc acc sg ὁπλότερος the younger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέρη — ὁπλότερος the younger fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέρην — ὁπλότερος the younger fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέρης — ὁπλότερος the younger fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέροις — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέροισι — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοτέροισιν — ὁπλότερος the younger masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»