-
1 οπλομαχίας
ὁπλομαχίᾱς, ὁπλομαχίαfighting with heavy arms: fem acc plὁπλομαχίᾱς, ὁπλομαχίαfighting with heavy arms: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ὁπλομαχίας
ὁπλομαχίᾱς, ὁπλομαχίαfighting with heavy arms: fem acc plὁπλομαχίᾱς, ὁπλομαχίαfighting with heavy arms: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 μάθησις
A the act of learning, getting of knowledge, πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά Alem.63;μ. οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις S. Tr. 450
; ὧν μάθησιν ἄρνυμαι of which things I gain information, ib. 711;μ. ἔχειν τινός E.Supp. 915
; ὁ χρόνος μ. δίδωσι ib. 419;τὴν μ. ποιεῖσθαι περί τινος Th.1.68
;ἡ περὶ τὸ ἓν μ. Pl.R. 525a
;μ. τέχνης BGU1021.8
(iii A. D.): in pl.,νωθροὶ ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μ. Pl.Tht. 144
b, cf. R. 407b; μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μ. ὀξεῖαι faculties of learning, Id.Lg. 908c;ὁπλομαχίας μ. Ephor.54
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάθησις
См. также в других словарях:
ὁπλομαχίας — ὁπλομαχίᾱς , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem acc pl ὁπλομαχίᾱς , ὁπλομαχία fighting with heavy arms fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek