-
1 οπλιτικος
-
2 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst.
См. также в других словарях:
οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… … Dictionary of Greek
ὁπλιτικός — ὁπλῑτικός , ὁπλιτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικά — ὁπλῑτικά , ὁπλιτικός of neut nom/voc/acc pl ὁπλῑτικά̱ , ὁπλιτικός of fem nom/voc/acc dual ὁπλῑτικά̱ , ὁπλιτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικῶν — ὁπλῑτικῶν , ὁπλιτικός of fem gen pl ὁπλῑτικῶν , ὁπλιτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικόν — ὁπλῑτικόν , ὁπλιτικός of masc acc sg ὁπλῑτικόν , ὁπλιτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍՊԱՌԱԶԻՆԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0735 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ὀπλιτικός militaris եւ πελταστικός peltatus. Սեպհական սպառազինի եւ սպառազինութեան. եւ Սպառազինեալ. զինուորական. եւ Ասպարաւոր. *Առեալ անդուստ (յարեւելից) ի սպառազինական ընտրութիւն: Ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὁπλιτικαῖς — ὁπλῑτικαῖς , ὁπλιτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικαί — ὁπλῑτικαί , ὁπλιτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικοῖς — ὁπλῑτικοῖς , ὁπλιτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικοί — ὁπλῑτικοί , ὁπλιτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιτικοῦ — ὁπλῑτικοῦ , ὁπλιτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)