-
1 ομοψηφος
21) иметь одинаковое право голосаὁ. τινι и μετά τινος Her. — иметь право голосовать вместе с кем-л.
2) голосовать вместеὁ. γίγνεσθαί τινι κατά τινος Lys. — подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.
См. также в других словарях:
πολύψηφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις* 2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονό ψηφος, ομό ψηφος] … Dictionary of Greek
λεπτόψηφος — λεπτόψηφος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψῆφος (πρβλ. ισό ψηφος, ομό ψηφος)] … Dictionary of Greek