Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὁμόψηφος

См. также в других словарях:

  • ὁμόψηφος — voting with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με …   Dictionary of Greek

  • ὁμόψηφον — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc sg ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοψήφοις — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοψήφου — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοψήφους — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοψήφων — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοψήφῳ — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόψηφα — ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόψηφοι — ὁμόψηφος voting with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»