-
1 ὁμό-χρονος
ὁμό-χρονος, gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.
-
2 ὁμόχρονος
ὁμό-χρονος, ον,A contemporaneous, Them.Or.9.128a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόχρονος
-
3 ὁμόχρονος
ὁμό-χρονος, gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend -
4 ὁμόγονος
ὁμό-γονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγονος
См. также в других словарях:
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek