-
1 ὁμό-φῡλος
ὁμό-φῡλος, von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; ϑοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιϑες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεϑνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.
-
2 ὁμόφῡλος
ὁμό-φῡλος, von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; ϑοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht; ὄρνιϑες, von derselben Art; im allgemeineren Sinne: der Verwandte
См. также в других словарях:
ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… … Dictionary of Greek
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek