-
1 ομολογια
ион. ὁμολογίη ἥ1) соглашение, договоренность, условиеαἱ τῶν ὀνομάτων ὁμολογίαι Plat. — договоренность относительно (значений) слов;
παρὰ τὰς ὁμολογίας Plat. — вопреки договорным условиям2) договор о капитуляции, капитуляция3) согласие, допущение, признание(ὑπέρ τινος Plat.)
κατὰ τέν ἐμέν ὁμολογίαν Plat. — по моему (собственному) признанию4) ( у стоиков) соответствие с природой, (идеальная) гармоничность(παντὸς τοῦ βίου Diog.L.)
5) исповедование(τινός и εἴς τι NT.)
См. также в других словарях:
πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] … Dictionary of Greek