-
1 ἀμαλογία
Grammatical information: f.Meaning: see below (v.l. for ὁμο- Alkiphr. 4, 18, 10).Origin: GR [a formation built with Greek elements].Etymology: According to Latte Glotta 32, 37f. (with Wilamowitz), haplological for *ἀμαλλολογία prop. `colleting sheaves', then `the accompanying song' \> `bragging'. Frisk called it "sehr hypothetisch". From *ἀμαλο-λογία Grošel Živa Ant. 7, 1957, 40.Page in Frisk: 1,85Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμαλογία
См. также в других словарях:
πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] … Dictionary of Greek