Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμοτιμίᾳ

См. также в других словарях:

  • ὁμοτιμία — ὁμοτῑμίᾱ , ὁμοτιμία sameness of value fem nom/voc/acc dual ὁμοτῑμίᾱ , ὁμοτιμία sameness of value fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτιμίᾳ — ὁμοτῑμίαι , ὁμοτιμία sameness of value fem nom/voc pl ὁμοτῑμίᾱͅ , ὁμοτιμία sameness of value fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… …   Dictionary of Greek

  • ήτα μεσόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει μάζα 547 MeV/c2, σπιν μηδέν, ηλεκτρικό φορτίο μηδέν, μέσο χρόνο ζωής 2 x 10 19 sec, ισοσπίν μηδέν, αρνητική ομοτιμία και θετική G ομοτιμία (κβαντικός αριθμός που διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοτιμίας — ὁμοτῑμίᾱς , ὁμοτιμία sameness of value fem acc pl ὁμοτῑμίᾱς , ὁμοτιμία sameness of value fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ισχυρές ή πυρηνικές αλληλεπιδράσεις — Ένα από τα τέσσερα είδη αλληλεπιδράσεων που υπάρχουν στη φύση. Οι ι.α. αφορούν τις αλληλεπιδράσεις που συντελούνται μεταξύ πρωτονίων και νετρονίων ενός πυρήνα, οδηγώντας στον σχηματισμό του. Η εμβέλεια της αλληλεπίδρασης είναι της τάξης της… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՊԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: 5c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ὀμοτιμία, ἱσοτιμία honoris aequalitas, par dignitas. Հաւասար աստիճան պատուոյ. հաւասարութիւն. փառակցութիւն. *Զհամապատուութիւնն մուծանէ ասելով, նա զիս փառաւորեսցէ. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 31:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՏՈՒԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 9c, 12c, 14c գ. ὀμοτιμία honoris aequalitas, par dignitas. Պատուակիցն գոլ՝ ըստ ամենայն առման. *Յաղագս ʼի միասին պատուակցութեանն եւ համագոյութեան միածնին: Խոնարհեցար ʼի պատուակցութենէ հօր՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ὁμοτιμίαν — ὁμοτῑμίᾱν , ὁμοτιμία sameness of value fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРМЕНЕВТИКА БИБЛЕЙСКАЯ — отрасль церковной библеистики, изучающая принципы и методы толкования текста Свящ. Писания ВЗ и НЗ и исторический процесс формирования его богословских оснований. Г. б. иногда воспринимается как методическая основа экзегезы. Греч. слово ἡ… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»