-
1 ὁμο-τῑμία
ὁμο-τῑμία, ἡ, gleiche Ehre, Luc. D. Mort. 15, 2.
-
2 ὁμοτιμία
ὁμο-τῑμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοτιμία
-
3 ὁμοτῑμία
ὁμο-τῑμία, ἡ, gleiche Ehre -
4 ομοτιμια
См. также в других словарях:
πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] … Dictionary of Greek