-
1 ὁμοιό-τροπος
ὁμοιό-τροπος, von gleicher Art u. Weise, gleichen Sitten, gleichem Character; Thuc. 1, 6. 3, 10, der auch das adv. braucht, παρεσκευασμένος ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει, übereinstimmend mit unseren Truppen ausgerüstet, 6, 20, vgl. 8, 96; τινί, Plat. Alc. II, 142 c; Sp., ϑάνατος, Luc. Gall. 25.
-
2 ὁμοιότροπος
ὁμοιό-τροπος, ον,A of like manners and life, Th.3.10, Arist.HA 487b27, al., Phld.Ir.p.30 W. ; simply, similar,δυνάμεις τῆς φράσεως D.H.Pomp.3
;αἰτίαι Ph.2.259
; of animals, Agatharch. 1. Adv. - πως in like fashion or manner with, τινι Th.6.20, Arist.GA 755b28, al. ;τινὶ ὁ. διατεθῆναι Phld.Rh.1.153
S.: neut. pl. as Adv., .II conformable, having similar effects, of medicines, Hp.Acut.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιότροπος
-
3 ὁμοιότροπος
ὁμοιό-τροπος, von gleicher Art u. Weise, gleichen Sitten, gleichem Character; παρεσκευασμένος ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει, übereinstimmend mit unseren Truppen ausgerüstet -
4 ομοιοτροπος
-
5 ὁμοιότης
A likeness, resemblance, Democr.164, Pl.Phd. 109a, al.: pl., ib. 82a, Sph. 231a ; ἡ αὑτοῖς ὁ. τῆς διαγωγῆς mode of passing life like themselves, Id.Tht. 177a ; ὁμοιότητι τετάχθαι κατά τι correspond to.., Id.R. 555a ; so ὁμοιότητι εἶναι κατά τι ib. 576c ; equally,Id.
Ti. 75d : c. dat., resemblance to.., Id.Phdr. 253b, al. ;[ὁμοιότητες] γίνονται τοῖς τέκνοις πρὸς τοὺς γεννήσαντας Arist.Pol. 1262a16
, cf. EN 1108b31 ; τίνι τῶν ζῴων εἰς ὁμοιότητα ; in likeness of what animal ? Pl.Ti. 30c, cf. 81d ; καθ' ὁμοιότητα λέγεσθαι, opp. ἁπλῶς, Arist.EN 1147b34 ; καθ' ὁ. σημειοῦσθαι, ἡ καθ' ὁ. σημείωσις, Phld.Sign.31,34 ; ὁ κατὰ τὴν ὁ. τρόπος ib.8 ; later καθ' ὁμοιότητα c. gen., in the same way as,ἀξιῶν ἐνταγῆναι κἀμοῦ τὸν υἱὸν τῇ τῶν ἐφήβων γραφῇ καθ' ὁ. τῶν σὺν αὐτῷ POxy.1202.24
(iii A. D.), cf. 237 vi6 (ii A. D.), BGU1028.15 (ii A. D.), PSI1.107.2 (ii A. D.), Ep.Hebr.7.15 : without gen., ib.4.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιότης
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… … Dictionary of Greek