Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμοειδεῖ

См. также в других словарях:

  • ὁμοειδεῖ — ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»