Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμιλᾰδόν

См. также в других словарях:

  • ομιλαδόν — ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά πλήθη 2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. ιλ αδόν / ιλ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμιλαδόν — ὁμῑλαδόν , ὁμιλαδόν in groups indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»