-
1 Ομήρων
-
2 Ὁμήρων
-
3 ομήρων
-
4 ὁμήρων
-
5 ἀποκατάστασις
A restoration, re-establishment,τοῦ ἐνδεοῦς Arist.MM 1205a4
; εἰς φύσιν ib. 1204b36, 1205b11; return to a position, Epicur.Ep.1p.8U.; esp. of military formations, reversal of a movement, Ascl.Tact.10.6, etc.; generally,πάντων Act.Ap.3.21
; of the soul, Procl.Inst. 199 (pl.);τῆς φύσιος ἐς τὸ ἀρχαῖον Aret. CD1.5
; recovery from sickness, Id.SA1.10;τῶν ὁμήρων εἰς τὰς πατρίδας Plb.3.99.6
; εἰς ἀ. ἐλθεῖν, of the affairs of a city, Id.4.23.1; return to original position, Ascl.Tact. 10.1; ἀ. ἄστρων return of the stars to the same place in the heavens as in the former year, Plu.2.937f, D.S.12.36, etc.; periodic return of the cosmic cycle, Stoic.2.184,190; of a planet, return to a place in the heavens occupied at a former epoch, Antioch.Astr. ap. Cat.Cod.Astr. 7.120,121; but, zodiacal revolution, Paul.Al.T.1; opp. ἀνταπ. (q. v.), Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.2.196.9; restoration of sun and moon after eclipse, Pl.Ax. 370b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκατάστασις
-
6 ὅμηρος
ὅμηρος, ὁ,A pledge, surety, hostage,ὁμήρους λαμβάνειν Hdt.6.99
;ὁ. παῖδας λαβών Id.1.64
;τὰ ἑωυτοῦ τέκνα δοὺς ὁ. Id.7.165
, cf. Th.7.83 ;ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος Hdt.7.222
; ἄγεσθαι ὅμηροι to be carried off as hostages, Id.8.94,9.90 ; τοῖον ὅμηρόν μ' ἀποσυλήσας having robbed me of such a hostage, E.Alc. 870(anap.) ; ἔχω γ' ὑμῶν ὁμήρους have hostages for you, Ar.Ach. 327, cf. Lys. 244 ; of things,τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν Th.1.82
: neut. pl.,ὅμηρα δούς Lys.12.68
, cf. Plb.3.52.5, OGI 751.5 (ii B.C.) ;ὥσπερ.. ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα Pl. Tht. 202e
: neut. pl. even of one person, ([place name] Tolophon) ;ὃς ἦν ὅμηρα LXX 1 Ma. 1.10
.
См. также в других словарях:
Ὁμήρων — Ὅμηρος Homer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… … Dictionary of Greek
ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… … Dictionary of Greek
Αιμίλιος Παύλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 219 216 π.Χ. Το 219 νίκησε τον Δημήτριο της Φάρου, ηγεμόνα της βόρειας Ιλλυρίας. Το 218 ήταν μέλος της ρωμαϊκής πρεσβείας στην Καρχηδόνα και πέθανε στις Κάνες το 216. 2. Α.Π. ο… … Dictionary of Greek
Βανς, Σάιρους Ρόμπερτς — (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2001). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη… … Dictionary of Greek
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
Εντέμπε — (Entebbe). Πόλη (57.400 κάτ. το 2002) της Ουγκάντα, στο νότιο τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μ., σε μια επίπεδη χερσόνησο της βορειοδυτικής ακτής της λίμνης Bικτορίας. Η πόλη είναι γνωστή για το ήπιο κλίμα της. Ιδρύθηκε το 1893 … Dictionary of Greek