Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁμήρων

См. также в других словарях:

  • Ὁμήρων — Ὅμηρος Homer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… …   Dictionary of Greek

  • ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… …   Dictionary of Greek

  • Αιμίλιος Παύλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 219 216 π.Χ. Το 219 νίκησε τον Δημήτριο της Φάρου, ηγεμόνα της βόρειας Ιλλυρίας. Το 218 ήταν μέλος της ρωμαϊκής πρεσβείας στην Καρχηδόνα και πέθανε στις Κάνες το 216. 2. Α.Π. ο… …   Dictionary of Greek

  • Βανς, Σάιρους Ρόμπερτς — (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2001). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α …   Dictionary of Greek

  • Εντέμπε — (Entebbe). Πόλη (57.400 κάτ. το 2002) της Ουγκάντα, στο νότιο τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μ., σε μια επίπεδη χερσόνησο της βορειοδυτικής ακτής της λίμνης Bικτορίας. Η πόλη είναι γνωστή για το ήπιο κλίμα της. Ιδρύθηκε το 1893 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»