-
1 ολόσχοινος
-
2 ὁλόσχοινος
-
3 ολοσχοινος
ὅ тростник, камыш ( который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - ἄβροχος)ἀπορράπτειν τινὴ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. — зашить кому-л. рот сырым тростником, т.е. без труда заставить кого-л. замолчать -
4 ὁλόσχοινος
ὁλό-σχοινος, ὁ,A club-rush, Scirpus Holoschoenus, Thphr.HP4.12.1,9.12.1, Dsc.4.52: used in wicker-work, sts., like flax. soaked for use ([etym.] βεβρεγμένος), sts. without soaking ([etym.] ἄβροχος), Ael.NA12.43 : hence prov., ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ stop Philip's mouth with an unsoaked rush (for rushes were soaked to make them tough), i.e. without any trouble, Aeschin.2.21 ; soἀποφράξαι ὁλοσχοίνῳ στόμα AP10.49
(Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόσχοινος
-
5 ὁλόσχοινος
ὁλό-σχοινος, ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die teils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, teils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen -
6 holoschoenus
holoschoenus, ī, m. (ὁλόσχοινος), eine Art Binsen, Plin. 21, 113.
-
7 μολόθουρος
μολόθουρος, ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.
-
8 ολοσχοίνοις
-
9 ὁλοσχοίνοις
-
10 ολοσχοίνου
-
11 ὁλοσχοίνου
-
12 ολοσχοίνους
-
13 ὁλοσχοίνους
-
14 ολοσχοίνω
-
15 ὁλοσχοίνῳ
-
16 ολοσχοίνωι
-
17 ὁλοσχοίνωι
-
18 ολοσχοίνων
-
19 ὁλοσχοίνων
-
20 ολόσχοινον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁλόσχοινος — club rush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… … Dictionary of Greek
ὁλοσχοίνοις — ὁλόσχοινος club rush masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνου — ὁλόσχοινος club rush masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνους — ὁλόσχοινος club rush masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνων — ὁλόσχοινος club rush masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσχοίνῳ — ὁλόσχοινος club rush masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόσχοινον — ὁλόσχοινος club rush masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek