-
1 ἀείχλωρος
ἀεί-χλωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείχλωρος
-
2 αείχλωρον
-
3 ἀείχλωρον
-
4 μολόθουρος
μολόθουρος, ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.
-
5 αειχλώροισιν
-
6 ἀειχλώροισιν
См. также в других словарях:
αείχλωρος — η, ο (Α ἀείχλωρος, ον) πάντοτε χλωρός, πράσινος … Dictionary of Greek
ἀείχλωρον — ἀείχλωρος always green masc/fem acc sg ἀείχλωρος always green neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειχλώροισιν — ἀείχλωρος always green masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek