-
1 ολόκνημοι
-
2 ὁλόκνημοι
-
3 σκελίς
-
4 σχελίς
A ribs of beef, A.Fr. 443, Ar. Eq. 362 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), Fr.253;σ. ὁλόκνημοι Pherecr.108.13
, cf. Luc.Lex.6; also κάπρου σχελίδες cj. Mein. in Archipp.11.3 (lyr.);σ. λαγωῶν Poll.6.33
:—later written [full] σκελίδες, ὑῶν sides of bacon, D.Chr.7.44, cf. PSI4.428.5 (iii B.C.), and so prob. in Poll.2.193.
См. также в других словарях:
ὁλόκνημοι — ὁλόκνημος with the whole shin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόκνημος — ὁλόκνημος, ον (Α) 1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι ὁλομελεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + κνήμη (πρβλ. μονό κνημος)] … Dictionary of Greek