-
1 ὁλοί-τροχος
ὁλοί-τροχος, od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προςιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch ὀλοοίτροχος. Ueber die Verlängerung des ο in οι s. Lob. Phryn. 648. – An eine Ableitung von ὄλλυμι, ὀλοός, gleichsam Verderben rollend, zum Verderben Anderer herabrollend, ist schwerlich zu denken, wenn es auch etymologisch möglich wäre, das Wort so zu erklären.
-
2 ὁλοίτροχος
ὁλοί-τροχος, od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein; πέτροι, die runden, festen Muskeln des Fechterarms
См. также в других словарях:
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek