Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀλοοίτροχος

См. также в других словарях:

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀλοοίτροχος — large stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοιτρόχου — ὀλοοίτροχος large stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοιτρόχῳ — ὀλοοίτροχος large stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοίτροχον — ὀλοοίτροχος large stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοίτροχος — ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) βλ. ολοοίτροχος …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροπα — ὀλοοίτροπα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Ῥοδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

  • ολότροχος — ὁλότροχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιφερὴς λίθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»