-
1 ολκαίη
ὁλκαίαfem nom /voc sg (epic ionic)ὁλκαῖοςdrawn along: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὁλκαίαfem dat sg (epic ionic)ὁλκαῖοςdrawn along: fem dat sg (epic ionic) -
2 ὁλκαίη
Βλ. λ. ολκαίη -
3 ὁλκαίῃ
Βλ. λ. ολκαίη -
4 δί-κραιρος
δί-κραιρος, zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).
-
5 ἀλκαία
-
6 δίκραιρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκραιρος
-
7 ὁλκαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλκαῖος
См. также в других словарях:
ὁλκαίη — ὁλκαία fem nom/voc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίῃ — ὁλκαία fem dat sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκαία — ὁλκαία, ιων. τ. ὁλκαίη, ἡ (Α) βλ. ολκαίος … Dictionary of Greek
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek