Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὁδοι-πλανής

См. также в других словарях:

  • μεθυπλανής — μεθυπλανής, ές (Α) αυτός που παραπατά από το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιο πλανής, οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • ορειπλανής — ὀρειπλανής και ὀριπλανής, ές (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • περιπλανής — ές, Α αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι πλανής] …   Dictionary of Greek

  • οδοιπλανής — ὁδοιπλανής, ές (Μ) (ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι πλανής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπλανώ — ὁδοιπλανῶ, έω (Α) περιφέρομαι εδώ και εκεί, περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανώ (< πλανής < πλανῶμαι). Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»