Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἁλιπλανής

См. также в других словарях:

  • αλιπλανής — ἁλιπλανής, ὲς και ἁλίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στις θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πλανής, πλανος < πλανῶμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιπλανέες — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπλανέεσσι — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπλανέεσσιν — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπλανέος — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιπλανέων — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερόπλανος — ἀερόπλανος ον (Α) εκείνος που πλανιέται, πετάει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + πλάνος < πλανῶμαι, πρβλ. και αρχ. ἁλί πλανος (και ἁλιπλανής) «αυτός που πλανιέται στη θάλασσα» (για πλοία)] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»