-
1 ἁλιπλανής
ἁλι-πλανής, meerdurchirrend, Schiffer -
2 σκολόπενδρα
σκολόπενδρα, ἡ, 1) der Tausendfuß, Assel; Arist. H. A. 1, 4. 4, 7. 9, 37; Nic. Ther. 812 u. A. – 2) die Meerscolopendra, ein Seewurm, wahrscheinlich aus dem Geschlechte Nereis; Arist. H. A. 2, 14; Ael. H. A. 7, 26. 35. 13, 23; ἰοβόλος, Numen. bei Ath. VII, 304 f.; ἁλιπλανής, Antp. Sid. 14 (VI, 223).
-
3 ὁδοι-πλανής
ὁδοι-πλανής, ές, umherirrend auf den Straßen, bei Barbucall. 10 (IX, 427) dem ἁλιπλανής entgegengesetzt.
См. также в других словарях:
αλιπλανής — ἁλιπλανής, ὲς και ἁλίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στις θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πλανής, πλανος < πλανῶμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
ἁλιπλανέες — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπλανέεσσι — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπλανέεσσιν — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπλανέος — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπλανέων — ἁλιπλανής sea wandering masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερόπλανος — ἀερόπλανος ον (Α) εκείνος που πλανιέται, πετάει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + πλάνος < πλανῶμαι, πρβλ. και αρχ. ἁλί πλανος (και ἁλιπλανής) «αυτός που πλανιέται στη θάλασσα» (για πλοία)] … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek