-
1 οδοιπορία
ὁδοιπορίᾱ, ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc /acc dualὁδοιπορίᾱ, ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὁδοιπορίαι, ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc plὁδοιπορίᾱͅ, ὁδοιπορίαwalking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 οδοιπόρια
-
3 ὁδοιπόρια
-
4 ὁδοιπορία
ὁδοιπορία, ας, ἡ (s. prec. entry; Hom. Hymns, Hdt. et al.; Diod S 5, 29, 1; Epict. 3, 10, 11; POxy 118 verso, 6; Wsd 13:18; 18:3; 1 Macc 6:41; TestAbr; Philo, Mut. Nom. 165, Leg. ad Gai. 254; Jos., Ant. 5, 53) walking, journey κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδ. tired from the journey J 4:6 (TestAbr B 2 p. 107, 1 [Stone p. 62] ἐκοπιάθη ἐκ τῆς ὁδ.; Jos., Ant. 2, 321 ὑπὸ τῆς ὁδοιπορίας κεκοπωμένος; 3, 3; 2, 257; Dio Chrys. 77 [27], 1 οἱ διψῶντες τ. ὁδοιπόρων). Pl. (Hdt. 8, 118; X., Oec. 20, 18) journeys 2 Cor 11:26.—DELG s.v. ὁδός and πόρος. M-M. -
5 ὁδοιπορία
Βλ. λ. οδοιπορία -
6 ὁδοιπορίᾳ
Βλ. λ. οδοιπορία -
7 ὁδοιπορία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-4=4 1 Mc 6,41; Wis 13,18; 18,3; 19,5walking, marching 1 Mc 6,41; journey, route Wis 13,18Cf. LARCHER 1985 785.988 -
8 ὁδοιπορία
A walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118 ;ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10
; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552 ; journey,σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁδοιπορία
-
9 οδοιπορία
trekΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οδοιπορία
-
10 οδοιπορίας
ὁδοιπορίᾱς, ὁδοιπορίαwalking: fem acc plὁδοιπορίᾱς, ὁδοιπορίαwalking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ὁδοιπορίας
ὁδοιπορίᾱς, ὁδοιπορίαwalking: fem acc plὁδοιπορίᾱς, ὁδοιπορίαwalking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 οδοιπορίαι
ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc plὁδοιπορίᾱͅ, ὁδοιπορίαwalking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ὁδοιπορίαι
ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc plὁδοιπορίᾱͅ, ὁδοιπορίαwalking: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 οδοιπορίαν
-
15 ὁδοιπορίαν
-
16 οδοιπορίη
ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὁδοιπορίαwalking: fem dat sg (epic ionic) -
17 οδοιποριών
-
18 ὁδοιποριῶν
-
19 οδοιπορίαις
-
20 ὁδοιπορίαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… … Dictionary of Greek
οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)