-
1 οδοιποριών
-
2 ὁδοιποριῶν
См. также в других словарях:
ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εβλιά, Τσελεμπί — (Celebi Evliya, Κωνσταντινούπολη 1611 – 1682). Τούρκος περιηγητής. Γιος εύπορης οικογένειας, ο Ε. έκανε πολύχρονες σπουδές στα ιεροδιδασκαλεία της Κωνσταντινούπολης και τελικά ανακηρύχθηκε ουλεμάς (διδάκτορας θεολογίας). Ακολουθώντας τον τουρκικό … Dictionary of Greek