-
1 οδοιπορια
ион. ὁδοιπορίη ἥ путешествие, поездка, путьπαρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. — совершать путь вдоль реки, т.е. берегом;
ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. — идти сухим путем -
2 ὁδοιπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὁδοιπορία
-
3 οδοιπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οδοιπορία
-
4 οδοιπορία
η1) длительная ходьба, хождение пешком; 2) пешее путешествие, пеший переход, поход -
5 ὁδοιπορία
путешествие, поездка, путь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδοιπορία
-
6 οδοιπορία
[одипориа] ουσ θ ходьба, хождение. -
7 εμπυρος
21) употребляемый для огня, т.е. огнеупорный(σκεύη Plat.)
2) горящий, объятый огнем(βωμός, λαμπάς Anth.)
3) огненный, огневойἔ. τέχνη τοῦ Ἡφαίστου Plat. — кузнечное искусство Гефеста (ср. 7)
4) палящий, знойный(ἠέλιος Anth.)
5) совершаемый под палящим солнцем(ὁδοιπορία Diod.)
6) сжигаемый на жертвеннике, т.е. жертвенный(ὀρθοστάται Eur.)
7) связанный с огненным жертвоприношением, т.е. прорицательскийἐμπύρῳ χρῆσθαι τέχνῃ Eur. - — гадать по пламени горящей жертвы (ср. 3)
8) приготовленный на огне (вареный или жареный)(σάρξ Anth.)
9) пораженный (небесным) огнем, обожженный, обгорелый(νεκρός Eur.)
10) обжигающий, жгучий(δῆγμα Arst.)
11) пламенный, пылкий(ἔ. καὴ ἀκμάζων Plut.). - см. тж. ἔμπυρα
-
8 3597
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3597
См. также в других словарях:
ὁδοιπορία — ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορίᾱ , ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίᾳ — ὁδοιπορίαι , ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… … Dictionary of Greek
οδοιπορία — η πορεία σε δρόμο, περπάτημα για πολλή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίας — ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem acc pl ὁδοιπορίᾱς , ὁδοιπορία walking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαι — ὁδοιπορία walking fem nom/voc pl ὁδοιπορίᾱͅ , ὁδοιπορία walking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαν — ὁδοιπορίᾱν , ὁδοιπορία walking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιποριῶν — ὁδοιπορία walking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίαις — ὁδοιπορία walking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)