Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀχῆς

См. также в других словарях:

  • ὀχῆς — ὀχέω hold fast pres ind act 2nd sg (doric) ὀχεύς anything used for holding masc nom pl ὀχεύς anything used for holding masc nom/voc pl ὀχή prop fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχης — ὀχέω hold fast imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Καρύστου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου στεγάζεται στο Γιοκάλειο Πνευματικό Ίδρυμα, η δυτική πτέρυγα του οποίου παραχωρήθηκε από τον ευεργέτη Νικόλαο Γιοκαλά για το σκοπό αυτό. Το μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1989, περιέχει ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»