Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διωχής

См. также в других словарях:

  • διωχής — διωχής, ές (Α) (για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα …   Dictionary of Greek

  • διωχής — that will hold two masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώχης — διά ὀχέω hold fast imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωχεῖς — διωχής that will hold two masc/fem acc pl διωχής that will hold two masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»