-
1 διωχής
διωχήςthat will hold two: masc /fem nom sg -
2 διωχής
-
3 διώχης
διά-ὀχέωhold fast: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 διωχής
δι-ωχής, ές, zwei tragend, fahrend -
5 διωχείς
διωχήςthat will hold two: masc /fem acc plδιωχήςthat will hold two: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 διωχεῖς
διωχήςthat will hold two: masc /fem acc plδιωχήςthat will hold two: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 δι-οχής
См. также в других словарях:
διωχής — διωχής, ές (Α) (για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα … Dictionary of Greek
διωχής — that will hold two masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώχης — διά ὀχέω hold fast imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωχεῖς — διωχής that will hold two masc/fem acc pl διωχής that will hold two masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek