-
1 οχυρά
ὀχυρόςfirm: neut nom /voc /acc plὀχυρά̱, ὀχυρόςfirm: fem nom /voc /acc dualὀχυρά̱, ὀχυρόςfirm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὀχυρά
ὀχυρόςfirm: neut nom /voc /acc plὀχυρά̱, ὀχυρόςfirm: fem nom /voc /acc dualὀχυρά̱, ὀχυρόςfirm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 οχυρά
-
4 ὀχυρᾷ
-
5 οχυράν
-
6 ὀχυράν
-
7 οχυράς
-
8 ὀχυράς
-
9 πυργόω
A gird or fence with towers,Θήβης ἕδος ἔκτισαν.. πύργωσάν τε Od.11.264
, cf. Hom.Epigr.4.3, Orac. ap. Hdt.1.174, E.Ba. 172:— [voice] Med., fortify,ὀχυρά X.Cyr.6.1.20
;ἄστη Moschio
Trag.6.27:—[voice] Pass.,κορυφαὶ πεπυργωμέναι Str.12.3.39
.2 metaph., fence, protect,δέμας ἀσπίδι Nonn.D.30.52
, etc.3 πυργωθείς furnished with a tower, of an elephant, AP9.285 (Phil.).II metaph., raise up to a towering height,πυργωθέντα πλοῦτον B.3.13
; πρῶτος.. πυργώσας ῥήματα σεμνά the first.. ' to build the lofty rhyme', Ar.Ra. 1004; τέχνην.. ἐπύργωσ' οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις κτλ. Id. Pax 749; soἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε E.Supp. 998
(lyr.), cf. AP7.39 (Antip. Thess.): hence, exalt, lift up,π. ἄνω τὸ μηδὲν ὄντα E.Tr. 612
; Τροίαν ib. 844 (lyr.); <ὑμᾶς>.. τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου Id.HF 475
; of doctors, πυργοῦντες αὑτούς magnifying themselves, Men.497 (= Mimn.Trag.2); π. χάριν exalt, exaggerate it, E.Med. 526;δὶς τόσα π. τῶν γιγνομένων Id.Heracl. 293
(anap.);τὴν τέχνην Lib.Ep.834.5
; καθαροῖς λούμασι adorn (the city) with.., Epigr.Gr.903: also intr., declaim,μάταιον τὸ πυργοῦν λέγοντα.. Phld.Mort.33
:—[voice] Pass., exalt oneself, τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, of a horse, A.Pers. 192; πεπύργωσαι θράσει, λόγοις, E.Or. 1568, HF 238.
См. также в других словарях:
ὀχυρά — ὀχυρός firm neut nom/voc/acc pl ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc/acc dual ὀχυρά̱ , ὀχυρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρᾷ — ὀχυρός firm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυράν — ὀχυρά̱ν , ὀχυρός firm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυράς — ὀχυρά̱ς , ὀχυρός firm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
Ακροναυπλία — Η ακρόπολη του Ναυπλίου, βραχώδης και οχυρή, που μαζί με το βουνό του Παλαμηδίου και το επιθαλάσσιο Μπούρτζι αποτελούν το φρουριακό συγκρότημα που υπεράσπιζε παλιά το Ναύπλιο. Η Α. κατακτήθηκε, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση· από τον Ναύπλιο,… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek