Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πυργ-όω

См. также в других словарях:

  • Περαΐτης — ὁ, Α γηγενής κάτοικος τής Περαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περαία + επίθημα ίτης (πρβλ. πυργ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρίδιον — θυγατρίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κορούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πυργ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • θυρεΐσκος — ο μικρός θυρεός που βρίσκεται στο μέσο τού κύριου θυρεού σε οικόσημα ή εθνικά εμβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. νεαν ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • ιππίσκος — ἱππίσκος ὁ (Α) (υποκορ. τού ίππος) 1. μικρό άγαλμα ίππου 2. στολίδι τού κεφαλιού 3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • καστρί — Ονομασία δεκαέξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 626 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μυλαίος — μυλαῑος, ον (Α) 1. αυτός που ασχολείται με μύλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῑον ο μύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. αῑος (πρβλ. πυργ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • μυλόεις — μυλόεις, εσσα, εν (Α) κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. όεις (πρβλ. πυργ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • νησίτης — νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῑτις (Α) αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ ίτης, πυργ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • νομαίος — νομαῑος, αία, ον (Α) 1. νομαδικός, ποιμενικός 2. αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νομαῑα η αμοιβή για τη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. αῖος (πρβλ. πυργ αίος] …   Dictionary of Greek

  • πτυΐδιον — τὸ, Α φτυαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πυργ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»