-
1 οφιακός
-
2 ὀφιακός
-
3 ὀφιακός
-
4 ὀφιακός
-
5 ὀφιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀφιακός
-
6 οφιακών
-
7 ὀφιακῶν
-
8 οφιακοίς
-
9 ὀφιακοῖς
-
10 οφιακώ
-
11 ὀφιακῷ
См. также в других словарях:
οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] … Dictionary of Greek
ὀφιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακῶν — ὀφιακός of fem gen pl ὀφιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακοῖς — ὀφιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιακῷ — ὀφιακός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek