Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀφιακός

См. также в других словарях:

  • οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] …   Dictionary of Greek

  • ὀφιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιακῶν — ὀφιακός of fem gen pl ὀφιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιακοῖς — ὀφιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιακῷ — ὀφιακός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»