-
1 οσφραντικον
τό чувство (способность) обоняния Arst. -
2 οσφραντικόν
ὀσφραντικόςcapable of smelling: masc acc sgὀσφραντικόςcapable of smelling: neut nom /voc /acc sg -
3 ὀσφραντικόν
ὀσφραντικόςcapable of smelling: masc acc sgὀσφραντικόςcapable of smelling: neut nom /voc /acc sg -
4 οσφρησις
- εως ἥ1) обоняние NT.ὃ ἐνεργείᾳ ἥ ὄ., τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφραντικόν Arst. — то, что происходит в действительности, есть обоняние, а то, что в возможности - способность обоняния
2) орган обоняния Plat., Arst. -
5 ὀσφραντικός
A capable of smelling, quick of scent, [κυνίδια] Arist.GA 781b10; of the vine, sensitive to odours, Thphr.CP2.18.4.2 τὸ ὀ. αἰσθητήριον the organ of the sense of smell, Arist. de An. 421b32; τὸ ὀσφραντικόν the capacity of smelling, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ. Sens. 438b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀσφραντικός
См. также в других словарях:
ὀσφραντικόν — ὀσφραντικός capable of smelling masc acc sg ὀσφραντικός capable of smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν … Dictionary of Greek