Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀσφραντικόν

См. также в других словарях:

  • ὀσφραντικόν — ὀσφραντικός capable of smelling masc acc sg ὀσφραντικός capable of smelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»