-
1 ὀστρακεύς
-
2 ὀστρακεύς
ὀστρακεύς, ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer -
3 ὀστρακεύς
A potter, APl.4.191 (Nicaen.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστρακεύς
-
4 οστρακέων
ὀστράκεοςfem gen plὀστράκεοςmasc /neut gen plὀστρακεύςpotter: masc gen plὀστρακέω̆ν, ὀστρακεύςpotter: masc gen pl -
5 ὀστρακέων
ὀστράκεοςfem gen plὀστράκεοςmasc /neut gen plὀστρακεύςpotter: masc gen plὀστρακέω̆ν, ὀστρακεύςpotter: masc gen pl -
6 οστρακάς
-
7 ὀστρακᾶς
-
8 οστρακεί
-
9 ὀστρακεῖ
См. также в других словарях:
οστρακεύς — ὀστρακεύς, έως, ὁ (Α) κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εύς (πρβλ. κεραμ εύς)] … Dictionary of Greek
ὀστρακεῖ — ὀστρακεύς potter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακᾶς — ὀστρακεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακέων — ὀστράκεος fem gen pl ὀστράκεος masc/neut gen pl ὀστρακεύς potter masc gen pl ὀστρακέω̆ν , ὀστρακεύς potter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek