-
1 ορύττω
ὀρύ̱ττω, ὀρύσσωdig: pres subj act 1st sg (attic)ὀρύ̱ττω, ὀρύσσωdig: pres ind act 1st sg (attic) -
2 ὀρύττω
ὀρύ̱ττω, ὀρύσσωdig: pres subj act 1st sg (attic)ὀρύ̱ττω, ὀρύσσωdig: pres ind act 1st sg (attic) -
3 ἐπ-ορύττω
ἐπ-ορύττω, hineingraben, durchwühlen, τραῦμα Achill. Tat. 3, 8.
-
4 ὀρύσσω
ὀρύσσω, att. ὀρύττω, perf. ὀρώρυχα u. ὀρώρυγμαι, g raben; τάφρον, Il. 7, 341. 440; βόϑρον, Od. 10, 517. 11, 25; κρύψω τόδ' ἔγχος γαίας ὀρύξας, Soph. Ai. 644; τὸ χωρίον ὀρώρυκτο, Her. 1, 186; ἰσϑμόν, 1, 174, d. i. durchgraben; auch med., ausgraben lassen, λίϑους ὠρύξατο, 1, 186; – τὴν γῆν, Plat. Euthyd. 288 e; ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Critia. 114 e; ὀρώρυκτο, ὀρυχϑείς, 118 c; ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως ὀρύξαντες, Thuc. 2, 76; Sp. – Auch = eingraben, ὁπόσον βάϑος ὀρύττειν δεῖ τὸ φυτόν, Xen. Oec. 19, 2.
-
5 ορυσσω
атт. ὀρύττω1) рыть, выкапывать(τάφρον, βόθρον Hom.; ὄρυγμα, ἔλυτρον Her.; εὐνὰς ταῖς ὁπλαῖς Arph.; ληνὸν ἐν τῷ ἀμπελῶνι NT.)
; прорывать, проводить(ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Thuc.)
2) прокапывать, прорывать, пересекать рвом или каналом(ἰσθμόν, τὸ χωρίον Her.; γῆν Arst.)
3) закапывать(ἔγχος Soph.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ NT.)
4) перен. вколачивать, втыкатьπὺξ ὀ. Arph. — дать тумака
5) выкапывать из земли, добывать рытьем(ὀ. μῶλυ Hom.; ὀρύξασθαι λίθους Her.)
ὅ ὀρυσσόμενος χοῦς Hom. — вынутая (при землекопных работах) земля -
6 ἐπορύττω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπορύττω
-
7 ἐπορύττω
ἐπ-ορύττω, hineingraben, durchwühlen -
8 ὀρυα 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρυα 2
См. также в других словарях:
ὀρύττω — ὀρύ̱ττω , ὀρύσσω dig pres subj act 1st sg (attic) ὀρύ̱ττω , ὀρύσσω dig pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
ископоваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (ὀρύττω) выкапываю … Словарь церковнославянского языка
κρυσταλλωρυχείο — το ορυχείο κρυστάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + ορυχείο (< ορύττω). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανθρακ ωρυχείο, χρυσ ωρυχείο). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek