-
1 ορθοστάτης
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom sgὀρθοστατέωstand upright: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ὀρθοστάτης
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom sgὀρθοστατέωstand upright: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 ορθοστατης
1) подпора, колонна Eur.κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. — приставные лестницы - v. l. ὀρθόοτατος
2) погребальная лепешка ( сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur. -
4 ορθοστάτης
ο стояк, опора (для поддерживания чего-л. в вертикальном положении) -
5 ὀρθοστάτης
A, (ἵστημι)
upright shaft, pillar,E.
Ion 1134, HF 980 ; building stones laid with their longest edges vertical, IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; upright beam, Ph.Bel.74.8, Apollod.Poliorc.162.14 ; κλιμάκων ὀρθοστάτας prob. cj. in E.Supp. 497.II a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοστάτης
-
6 ὀρθοστάτης
ὀρθο-στάτης, ὁ, der gerade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen; κλίμακες ὀρϑοστάται, die gerade, aufrecht stehende Leiter; eine Art Opferkuchen, bei Totenopfern gebräuchlich -
7 ορθοστάται
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom /voc plὀρθοστάτᾱͅ, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc dat sg (doric aeolic) -
8 ὀρθοστάται
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom /voc plὀρθοστάτᾱͅ, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc dat sg (doric aeolic) -
9 ορθοστάτας
ὀρθοστάτᾱς, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc acc plὀρθοστάτᾱς, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 ὀρθοστάτας
ὀρθοστάτᾱς, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc acc plὀρθοστάτᾱς, ὀρθοστάτηςupright shaft: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ὀρθο-στάς
ὀρθο-στάς, άδος, ἡ, v. l. für ὀρϑοστάτης.
-
12 ορθοστατών
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc gen plὀρθοστατέωstand upright: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 ὀρθοστατῶν
ὀρθοστάτηςupright shaft: masc gen plὀρθοστατέωstand upright: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
14 ορθοστάταις
-
15 ὀρθοστάταις
-
16 ορθοστάτη
-
17 ὀρθοστάτῃ
-
18 ορθοστάτου
-
19 ὀρθοστάτου
-
20 ὀρθοστάδης
ὀρθο-στάδης· εἶδος πέμματος, Hsch.; cf.Aὀρθοστάτης 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοστάδης
См. также в других словарях:
ὀρθοστάτης — upright shaft masc nom sg ὀρθοστατέω stand upright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοστάτης — ο (Α ὀρθοστάτης) κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος νεοελλ. (παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης αρχ. 1. κίονας, στύλος 2. επιτύμβιο μνημείο με… … Dictionary of Greek
ὀρθοστάται — ὀρθοστάτης upright shaft masc nom/voc pl ὀρθοστάτᾱͅ , ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστατῶν — ὀρθοστάτης upright shaft masc gen pl ὀρθοστατέω stand upright pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστάταις — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστάτῃ — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοστάτας — ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc acc pl ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Glossary of architecture — This page is a glossary of architecture. Contents: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z … Wikipedia
ικριωτήρ — ἰκριωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ] 1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο 2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρες α) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίου β) τα ικριώματα* … Dictionary of Greek
μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek