-
1 ορφώ
-
2 ὀρφῶ
-
3 ὀρφώς
A great sea-perch, Epinephelus gigas, still called ὀρφός in Greece, Ar.V. 493, Pl.Com.56, 173.13, Cratin.147, Amips.8, Arist.HA 543b1, 591a11, Numen. ap. Ath.7.315b, cf. 295b, Olymp. in Grg.p.360 J. ; orphus rubens, Plin.HN32.152. (Nom. sg. (): Hdn.Gr.1.224 has ὄρφος κοινῶς, ὀρφῶς δὲ Ἀττικῶς, cf. Hsch.; but Ath.7.315b states that nom. [dialect] Att. is ὀρφώς, citing Archipp.17; gen. sg. ὀρφώ Cratin.l.c., acc.- φών Pl.
Com.173.13, dat. pl.- φῷσι Id.56
, Amips. l.c., acc. pl. - φώς Ar.l.c.)
См. также в других словарях:
ὀρφῶ — ὀρφόω the care pres subj act 1st sg ὀρφόω the care pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek