Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρφακίνης

См. также в других словарях:

  • ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρφακίνης — ayoung masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφακίνην — ὀρφακίνης ayoung masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»