-
1 ὀρνῑθό-παις
ὀρνῑθό-παις, - παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.
-
2 ὀρνιθόπαις
A born of a bird: like a bird, epith. of a Siren, Lyc.731.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνιθόπαις
-
3 ὀρνῑθόπαις
ὀρνῑθό-παις, - παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt
См. также в других словарях:
μητρόπαις — μητρόπαις, αιδος, ἡ (ΑΜ) (ως επίθ. τής Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό παις, ορνιθό παις)] … Dictionary of Greek