Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρνεό-μικτος

См. также в других словарях:

  • οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»