-
1 ὀρνεό-μικτος
ὀρνεό-μικτος, = Vorigem, Lycophr. 692.
-
2 ὀρνεομιγής
ὀρνεο-μῐγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνεομιγής
-
3 ὀρνεομιγής
ὀρνεο-μιγής, ές, u. ὀρνεό-μικτος, mit Vogelgestalt gemischt, halb Vogel, halb Mensch
См. также в других словарях:
οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek