-
1 ὀρνεο-μιγής
ὀρνεο-μιγής, ές, mit Vogelgestalt gemischt, halb Vogel, halb Mensch, Schol. Lycophr. 721.
-
2 ὀρνεομιγής
ὀρνεο-μῐγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνεομιγής
-
3 ὀρνεομιγής
ὀρνεο-μιγής, ές, u. ὀρνεό-μικτος, mit Vogelgestalt gemischt, halb Vogel, halb Mensch
См. также в других словарях:
ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] … Dictionary of Greek
νεφελομιγής — νεφελομιγής, ές (Α) ο αναμεμιγμένος με νεφέλη («νεφελομιγὲς πῦρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. ορνεο μιγής] … Dictionary of Greek
υδρομιγής — ές / ὑδρομιγής, ές, ΝΑ αναμεμιγμένος με νερό, αυτός που περιέχει νερό, υδαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. ὀρνεο μιγής] … Dictionary of Greek